ίνουλα

ίνουλα
ἴνουλα, ἡ (Μ)
το ελένιο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού λατ. τ. inula «ελένιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

  • ψυλλήθρα — και ψυλλίστρα, η, και ψίλιθρας, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Inula viscosa τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. προελεύσεως ονομ. τού φυτού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”